- ἴσχυσας
- смог
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἰσχύσας — ἰσχύ̱σᾱς , ἰσχύω to be strong aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσχυσας — ἴ̱σχῡσας , ἰσχύω to be strong aor ind act 2nd sg ἴσχῡσας , ἰσχύω to be strong aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek